- οξυωπός
- ὀξυωπός, -όν (Α)οξυωπής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -ωπός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυωπός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυωπόν — ὀξυωπός masc/fem acc sg ὀξυωπός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυωπά — ὀξυωπός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυωπία — η (Α ὀξυωπία) [οξυωπός] μεγάλη οξύτητα τής όρασης αρχ. ταχύτητα αντίληψης … Dictionary of Greek
οξυωπίας — ὀξυωπίας, ου, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατή όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. ίας (πρβλ. μυωπ ίας)] … Dictionary of Greek
οξυωπώ — ὀξυωπῶ και ὀξυοπῶ, έω (Α) 1. έχω οξεία όραση 2. μτφ. φρ. «ὀξυωπεῑν πρὸς τὴν κατάληψιν» το να έχει κάποιος οξεία αντίληψη (Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπής / ὀξυωπός] … Dictionary of Greek
ՍՐԱԿՆ — ( ) NBH 2 0756 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c ա. ὁξυωπής, ὁξυωπός acutus visu, acutum cenens. Սո՛ւր ակամբ. սրատես. կորովաբիբ. աչքը սուր. *Խորհրդականութիւն սրակն եւ տեսօղ բնութեանն: Եւ արդ ընդէ՞ր այդչափ սրակն ես: Քաջատես եւ սրակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὀξυωπῶ — ὀξυωπέω to be sharp sighted pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀξυωπέω to be sharp sighted pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀξυωπός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)